αλαμπικάριστος

αλαμπικάριστος
-η, -ο
1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος
2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλαμπικάριστος — η, ο αδιήθητος, θολός: Το λάδι ήταν ακόμη αλαμπικάριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”